- τενρέκ
- και τανρέκ, ο, Νζωολ. γένος και κοινή ονομασία 23 ειδών εντομοφάγων θηλαστικών τής οικογένειας τενρεκίδες που απαντούν στη Μαδαγασκάρη, στο αρχιπέλαγος τών Κομορών και στον Μαυρίκιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tenrec < trandraka, tandraka, λ. τής γλώσσας Μαλάγκασυ].
Dictionary of Greek. 2013.